"ΚΑΠΝΟΣ ΚΑΙ ΧΑΛΙΚΙΑ"

Αθήνα 2002


Ξημέρωσε πάλι το ίδιο σκηνικό. Δεν υπήρξε άλλωστε και καμιά αλλαγή στη ζωή του από το περασμένο βράδυ ώστε κάτι να αλλάξει το πρωινό του ξύπνημα. Ο Αύγουστος τελείωνε αργά και αργά ικανοποιούσε την επιθυμία του να έρθει επιτέλους το φθινόπωρο. Δεν άντεχε τη ζέστη, την υγρασία, του προξενούσε εκνευρισμό το καλοκαίρι και έκανε τη ζωή του ανυπόφορη. Αρκετά χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, το αποπνικτικό της ατμόσφαιρας απλωνόταν έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας του. Δεν είχε και πολύ χρόνο να σκεφτεί. Η πρώτες ώρες μετά το ξύπνημα έτρεχαν με απίστευτη ταχύτητα. Κάθε πρωί. Ετοιμάστηκε μηχανικά, έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι και έφυγε για το εργαστήριο κλείνοντας με δύναμη την πόρτα. Η μέρα δεν έδειχνε να του επιφυλάσσει κάτι ιδιαίτερο. Όλα ήταν υπό τον αφόρητο έλεγχό του. Η σκέψη να τα παρατούσε όλα και να άλλαζε τη ζωή του ριζικά έκανε ακόμα και τον ίδιο να γελάει μετά το πρώτο δευτερόλεπτο. Ήξερε καλά πως η αλλαγή που περίμενε ήταν κάτι που δεν θα περνούσε από το χέρι του. Έτσι λοιπόν όλες του ελπίδες είχαν ακουμπήσει βαριεστημένα στη γυναίκα που κάποτε θα γνωρίσει, θα ερωτευτεί και θα κάνει για χάρη της την μεγάλη ανατροπή. Μέχρι στιγμής βέβαια, οι γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του δεν είχαν ανατρέψει τίποτε παραπάνω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού του.

Το εργαστήριό του ήταν ένα ημιυπόγειο 110 τετραγωνικά στη Στουρνάρη. Από τότε που τελείωσε την καλών τεχνών, τέσσερα χρόνια πριν, όλα τα όνειρά του χτίζονταν και γκρεμίζονταν μέσα σε αυτό το εργαστήριο. Στα 29 του χρόνια πλέον, γνώριζε πως δεν είχε και πολλές πιθανότητες να ζήσει από το ταλέντο, τους καμβάδες και τα πινέλα του. Δεν τα παρατούσε όμως. Ήταν πολύ γοητευτικό τόσο για τον ίδιο όσο και για τους υπόλοιπους η ιδιότητά του. Ζωγράφος. Ως τέτοιος λοιπόν ξεκλείδωσε την πόρτα και σήμερα. Πριν καιρό είχε ξεκινήσει να δουλεύει πάνω σε μια ιδέα με τίτλο «καπνός και χαλίκια». Δεν υπήρχε προορισμός. Απλά είχε τουλάχιστον με κάτι να ασχολείται. Ίσως και να άρεσε τελικά το τελικό αποτέλεσμα και να είχε την ευκαιρία της τρίτης προσωπικής του έκθεσης. Ήλπιζε βέβαια η ευκαιρία να μην δινόταν για άλλη μια φορά από την Ιωάννα, την γκαλερίστα φίλη του. Η Ιωάννα ήταν εδραιωμένη στο χώρο, 38 χρόνων τότε, με επιρροή στα καλλιτεχνικά της πόλης, επιτυχία στις εκθέσεις που φιλοξενούσε, κύρος, σοβαρότητα αλλά και τόλμη στο εναλλακτικό. Ο Σταμάτης όμως αισθανόταν πίεση. Ήταν προφανές πως η Ιωάννα τον ήθελε στη ζωή της πέραν των καλλιτεχνικών και αυτό τον μπλόκαρε. Είχαν ήδη περάσει αρκετά βράδια μαζί στα κουλτουριάρικα, ψαγμένα στέκια της Αθήνας, πίνοντας, αναλύοντας τις τάσης της εποχής. Τέχνη! Και πάντα η τέχνη αυτή τους οδηγούσε στο διαμέρισμα του. Στο κρεβάτι του. Είχε λοιπόν υποσχεθεί στον εαυτό του πως δεν θα ξεπληρώσει καμία άλλη έκθεσή του με την υγρή παρουσία της Ιωάννας στα σεντόνια του.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που ένοιωθε το σώμα του και την ψυχή του βρώμικα. Μια τέτοια στιγμή ήταν κι αυτή. Καθισμένος μπροστά στο καβαλέτο σκεφτόταν πόσο παραδόπιστος γινόταν μέρα με τη μέρα. Εγκλωβισμένος σε έναν μικρόκοσμο φιλοδοξίας που κάποιες φορές άγγιζε τα όρια της ματαιοδοξίας. Ένοιωθε ότι εξοφλούσε με το κορμί του όλα εκείνα που η καλλιτεχνική του αξία δεν ήταν ικανή να εξοφλήσει. "...ως πότε;" αναρωτήθηκε. Ως πότε θα βυθιζόταν στον μικρόκοσμο του λαδιού συνεπαρμένος από τον καλλιτεχνικό του οίστρο ενώ ταυτόχρονα "πουλούσε" την αξία των έργων του για χάρη των σαρκικών επιθυμιών της Ιωάννας. Ο τελευταίος του πίνακας "καπνός και χαλίκια" ήταν μπροστά του. Μόνο που παρέμενε σε αρχικό στάδιο εδώ και 15 μέρες .Ένοιωθε πως κάθε στιγμή έμπνευσης είχε αρχίσει να τον εγκαταλείπει. Ο καμβάς τις τελευταίες του μιλούσε σαν να τον ρωτούσε αν θα τον πουλήσει. Ένοιωθε τιποτένιος. Κάθε καλλιτεχνική του δημιουργία είχε θυσιαστεί στο κρεβάτι της Ιωάννας. Αυτός ο πίνακας δεν ήθελε να "βγει". Το ένοιωθε. Τα έργα του επαναστατούσαν από μόνα τους. Η έμπνευση είχε αρχίσει να του δείχνει τα πρώτα σημάδια εγκατάλειψης. Η προδοσία του είχε αρχίσει να τον εκδικείται. Καθισμένος εμπρός στο καβαλέτο γύρισε το βλέμμα του στο μακρόστενο παραθυράκι του ημιυπόγειου παρακολουθώντας τα πόδια των πεζών που περνούσαν απ' το μαγαζί. Ήταν το αγαπημένο του σημείο. Κάθε φορά που έμενε μόνος του χωρίς οίστρο ήταν αυτά τα άγνωστα πόδια που του έκαναν παρέα. Κάθε είδους. Είχε φτάσει πλέον σε σημείο να αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο από τα πόδια που "γέμιζαν" το μικρό του παραθυράκι. Μπορούσε να αναγνωρίζει, εκτός από το φύλο, τι είδος ανθρώπου περνούσε.

Ήξερε τον φιλότεχνο, τον επιχειρηματία, τον εργάτη, τον καταθλιπτικό ...όλους. Με μια και μόνο ματιά ήταν πλέον ικανός να καταλάβει τον άνθρωπο που στεκότανε ή περιδιάβαινε το μαγαζί του. Με μια ματιά. Μόνο απ' τα γόνατα και κάτω. Αυτό και μόνο έφτανε. Κι όμως τον εαυτό του δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει. Όλα εκείνα που παρέδωσε για χάρη της αναγνώρισής του. Παρόλα αυτά όσο κι αν ενέδωσε στην Ιωάννα όσες εκθέσεις κι αν έκανε η αναγνώριση δεν φαινόταν πουθενά. Είχε εισέλθει στους "κύκλους" δρώμενων, μα ως εκεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αποφάσισε να πιει ένα ποτήρι κρασί, Από το λευκό το ημίγλυκο στο κουζινάκι του μικρού του ψυγείου. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορούσε να "ξεκλειδώσει" την εγκλωβισμένη του έμπνευση. Γέμισε ένα ποτήρι και επέστρεψε στη θέση του, μπροστά στο καβαλέτο του πίνακα.